θηλιάζω

θηλιάζω
βλ. θηλειάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θηλιάζω — θήλιασα 1. σχηματίζω θηλιά. 2. κουμπώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθήλιαστος — η, ο [θηλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει θηλιές 2. αυτός που δεν περάστηκε από θηλιά 3. που δεν συναρμόστηκε με θηλιές …   Dictionary of Greek

  • θήλιασμα — το φύλλιασμα, μπόλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλιάζω, εσφ. γρφ. τού φυλλιάζω (βλ. λ. θηλειάζω)] …   Dictionary of Greek

  • θηλειάζω — και θηλιάζω και θελιάζω [θηλειά] 1. κάνω θηλειά, φτιάχνω βρόχο 2. κουμπώνω, θηλυκώνω 3. (εσφ. γρφ τού θυλλιάζω) φυλλιάζω*, μπολιάζω, κεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • φελιάζω — και φηλιάζω Ν 1. ράβω τεμάχιο υφάσματος σε ένδυμα 2. (σχετικά με φυτά) μπολιάζω, εγκεντρίζω 3. (γενικά) συναρμόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. θηλιάζω «κάνω θηλειά, κουμπώνω, θηλυκώνω», με τροπή τού θσε φ (πρβλ. θηκάρι:… …   Dictionary of Greek

  • φηλιάζω — φήλιασα, φηλιάστηκα, φηλιασμένος, θηλιάζω, συναρμόζω, ταιριάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”